Παρουσίαση μελέτης για τις επεμβάσεις αποκατάστασης του ιερού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Άργους (φωτο&βίντεο)

Time to read
less than
1 minute
Read so far

Παρουσίαση μελέτης για τις επεμβάσεις αποκατάστασης του ιερού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Άργους (φωτο&βίντεο)

Μάιος 22, 2017 - 21:04

φωτογραφία © eurokinissi-Σοφία Κοντού

«Ο δήμος Άργους Μυκηνών διασώζει τον Ι.Ν. Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης του Άργους»

Ανήμερα της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης ο δήμος Άργους Μυκηνών, προσηλωμένος στο στόχο που έχει θέσει ο Δήμαρχος Άργους Μυκηνών κ. Δημήτρης Καμπόσος για τη διάσωση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, παρουσίασε Μελέτη για τις απαιτούμενες στερεωτικές επεμβάσεις και τις επεμβάσεις αρχιτεκτονικής αποκατάστασης του ομώνυμου ναού. Τη μελέτη εκπόνησαν ο Καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Κώστας Σπυράκος και ο Νικόλαος Χαρκιολάκης πρώην διευθυντής Αναστήλωσης των Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.

Την παρουσίαση έκανε ο κ. Χαρκιολάκης και από πλευράς δήμου παρευρέθηκε εκπροσωπώντας τον Δήμαρχο Άργους Μυκηνών κ. Δημήτρη Καμπόσο ο αρμόδιος Αντιδήμαρχος κ. Δημήτρης Κρίγγος, ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Κώστας Μπέγκος και ο Δημοτικός Σύμβουλος κ. Παναγιώτης Παπαϊωάννου. Επίσης εκ μέρους της εκκλησίας ο Π. Γεώργιος Σελλής και ο Π. Παναγιώτης Κιντής.

Ο κ. Χαρκιολάκης στην παρουσίαση του ανέφερε χαρακτηριστικά:

Ο Ιερός Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Άργος είναι ένα ιδιόρρυθμο θρησκευτικό μνημείο.

Τον 17ο αιώνα, κατά την διάρκεια δηλαδή της Α' Τουρκοκρατίας της Πελοποννήσου (1463-1686), αναφέρεται από τον Οθωμανό περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, ως το ένα από τα δύο τζαμιά της πόλης. Τα δύο τζαμιά εικονίζονται έκτοτε σε πολλές παραστάσεις του Άργους διαφόρων ξένων περιηγητών (π.χ. αββά Φουρμόν, Πουκεβίλ κλπ). Στη διάρκεια της Επανάστασης αφαιρέθηκαν, πιθανότατα από τον Νικηταρά, τα μολυβδόφυλλα της στέγης του για την κατασκευή σφαιρών. Μετά την Επανάσταση φιλοξένησε διάφορες χρήσεις (π.χ. νοσοκομείο). Το 1871 μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό. Το 1938 χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακό παρεκκλήσιο του Μητροπολιτικού Ιερού Ναού του Αγίου Πέτρου.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του μνημείου, που ο κατά μήκος άξονάς του είναι προσανατολισμένος στην κατεύθυνση της Μέκκας, είναι χαρακτηριστικός σε τζαμιά του ελληνικού χώρου. Το γνωστότερο παράδειγμα του τύπου είναι το μεγάλο τζαμί του Οσμάν Σάχ στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας. Μικρότερου μεγέθους, του ίδιου τύπου, είναι το Φετιχέ τζαμί και το τζαμί του Τζισδαράκη στην Πλάκα των Αθηνών.

Ο κύριος χώρος του κτηρίου είναι τετράγωνος σε κάτοψη και καλύπτεται με μεγάλο κυκλικό τρούλλο με χαμηλό οκταγωνικό τύμπανο. Στη δυτική πλευρά του τετραγώνου υπάρχει χαμηλότερο ανοικτό προστώο, πιθανότατα μεταγενέστερο, περιβαλλόμενο στις τρείς ελεύθερες πλευρές του με τοξωτές πεσσοστοιχίες και καλυπτόμενο με τρείς κυκλικούς τυφλούς θόλους. Στην νότια γωνία του προστώου υπήρχε μιναρές, από τον οποίο σήμερα σώζεται μόνο η βάση του με τμήμα της κλίμακας.

Κατά την διάρκεια της αρχιτεκτονικής μας μελέτης, στον ανατολικό (ΝΑ) τοίχο του σημερινού Ιερού ανακαλύφθηκε ίχνος γένεσης τόξου του αρχικού «μινμπάρ» (άμβωνας), στο πλάι της σημερινής Αγίας Τράπεζας, η οποία καταλαμβάνει την θέση του αρχικού «μιχράμπ» (ημικυκλική εσοχή προς την κατεύθυνση της Μέκκας) και για τον λόγο αυτό διαμορφώνεται μέσα στο πάχος του τοίχου, χωρίς δηλαδή την συνήθη προεξέχουσα κόγχη. Το μνημείο είναι γενικά απλό και λιτό, χωρίς αξιόλογες διακοσμήσεις. Κάποια πλίνθινα οδοντωτά γείσα κοσμούν τις κορυφές των τοίχων και κάποια λείψανα οροφογραφιών σώζονται στα εσωρράχια των τριών θόλων του προστώου.

Η μετατροπή τζαμιών σε χριστιανικούς ναούς στην Ελλάδα, και άλλες βαλκανικές χώρες, όπως και χριστιανικών ναών σε τζαμιά στην Τουρκία, είναι ένα θέμα ιδιαίτερα ευαίσθητο. Πρέπει να αντιμετωπίζεται, από όλες τις πλευρές, με σεβασμό στην αρχιτεκτονική και στον διάκοσμο κάθε μνημείου, χωρίς καταστροφές και επικαλύψεις των αρχικών τους στοιχείων.

Κατά την γνώμη μας, και με την σκέψη στην διεθνώς αποδεκτή αρχή της επωφελούς αμοιβαιότητας που πρέπει να ισχύει μεταξύ διαφορετικών κρατών, λαών και θρησκειών, η αλλαγή χρήσης ενός τέτοιου είδους μνημείου πρέπει να γίνεται με ελάχιστες και αναστρέψιμες κατά το δυνατόν επεμβάσεις, κατά το ευαγγελικό ρητό «καθώς θέλετε να ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». (Λουκ. 6,31 και Ματθ. 7,7).

Για τους λόγους αυτούς, στη μελέτη μας, προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τον αρχικό χαρακτήρα του μνημείου, περιοριζόμενοι στις εντελώς αναγκαίες στερεωτικές επεμβάσεις, σε συνεργασία με τον Καθηγητή του Ε.Μ. Πολυτεχνείου κ. Κώστα Σπυράκο, και στις ελάχιστες επεμβάσεις αρχιτεκτονικής αποκατάστασης. Προτείναμε π.χ. εναλλακτικά την αντικατάσταση της σημερινής κατεστραμμένης μεταγενέστερης κεραμοσκεπής με μολυβδόφυλλα. Προτείναμε επίσης την αντικατάσταση της περιμετρικής πρόχειρης περίφραξης του μνημείου (από τσιμεντολιθοδομή και ασύμβατης μορφής κιγκλιδώματα) με επιχρισμένο μανδρότοιχο με αυλόθυρα και ανοίγματα υπαίθριων παραθύρων με σφυρήλατα κιγκλιδώματα ασφαλείας παραδοσιακής μορφής, της περιόδου της Τουρκοκρατίας κλπ.

Κατά τα λοιπά, η μελέτη μας αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της κατερχόμενης και ανερχόμενης υγρασίας, με την στεγάνωση του μνημείου και την κατασκευή περιμετρικής αποστραγγιστικής τάφρου. Προτείνει την επισκευή και, στην ανάγκη, αντικατάσταση των κατεστραμμένων ξύλινων κουφωμάτων, θυρών και παραθύρων, και στην κατασκευή νέων, στα ψηλά μέρη των τοίχων, που να επιτρέπουν τον συνεχή εξαερισμό του κτηρίου. Προτείνει, επίσης, την αναδιάταξη του δαπέδου του κύριου χώρου από κεραμικές πλάκες, σε κανονική διάταξη, την επισκευή των εσωτερικών και εξωτερικών επιχρισμάτων και την συντήρηση-συμπλήρωση των πλίνθινων οδοντωτών γείσων. Τέλος, προτείνει την επισκευή και συμπλήρωση του δαπέδου του προστώου, την πλακόστρωση της πορείας των επισκεπτών προς το μνημείο και γύρω από αυτό, ως και την διαμόρφωση του κήπου που το περιβάλλει.

Ποιος είναι ο Νικόλαος Χαρκιολάκης:

Ο Νικόλαος Σ. Χαρκιολάκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1950. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και απέκτησε το δίπλωμα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού το 1973. Παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα αναστήλωσης μνημείων στο Center for Conservation Studies του Ινστιτούτου Μεταπτυχιακών Αρχιτεκτονικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του York στην Μεγάλη Βρετανία, με υποτροφία του National Trust for Greece και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και απέκτησε το δίπλωμα και τον τίτλο του Master of Arts το 1991.

Έχει λάβει μέρος σε πολλά επιστημονικά συνέδρια και έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία του Αγίου Όρους, της Κρήτης, των Κυκλάδων, της Πελοποννήσου, της Αττικής, των νησιών του Αιγαίου και της Ηπείρου ως και τα βιβλία «Παράδοση και εξέλιξη στην Αρχιτεκτονική της Ι. Μονής Σταυρονικήτα Αγίου Όρους» το 1999, «Αποκατάσταση Μνημείων – Αναβίωση Ιστορικών Κτηρίων στην Αττική – Γ» το 2006 και «Αποκατάσταση Μνημείων – Αναβίωση Ιστορικών Κτηρίων στην Πελοπόννησο – Α» το 2008.

Διετέλεσε εκλεγμένο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Συμβουλίου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) και είναι συνεργαζόμενο μέλος της Διεθνούς Επιστημονικής Επιτροπής του ICOMOS για την Ανάλυση, τη Συντήρηση και τη Δομική Αποκατάσταση των μνημείων της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ISCARSAH), μέλος της Διεθνούς Επιστημονικής Επιτροπής του ICOMOS για την Συντήρηση των Τοιχογραφιών και μέλος της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Έχει 30 και πλέον επιστημονικές δημοσιεύσεις σε σχετικά επιστημονικά περιοδικά, και 50 και πλέον ανακοινώσεις σε συνέδρια, επιστημονικές συναντήσεις κλπ στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Από το 1977 έως το 2000 υπηρέτησε στη Διεύθυνση Αναστήλωσης των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και από το 2000 προήχθη σε Προϊστάμενο του Τμήματος Μελετών Βυζαντινών Μνημείων της Διεύθυνσης αυτής.

Κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στην Διεύθυνση Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων εκπόνησε πάνω από 100 μελέτες, και επέβλεψε πάνω από 25 έργα αναστήλωσης βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων σε ολόκληρη την Ελλάδα (Άγιον Όρος, Κρήτη, Κυκλάδες, Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Αττική, νησιά Αιγαίου, Ήπειρος κλπ) και στο εξωτερικό (Ι. Μονή Σινά, Βενετία, Αλβανία, Ρουμανία κλπ).

Το 2006 προήχθη σε Διευθυντή Αναστήλωσης των Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων του Υπουργείου αυτού.

Ως Διευθυντής Αναστήλωσης των Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων άσκησε την γενική επίβλεψη της αναστήλωσης του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά κόστους περί τα 37 εκατομμύρια ευρώ και προγραμμάτισε και επέβλεψε μελέτες έργων αναστήλωσης (Εθνικής Πινακοθήκης της Ελλάδος, πρώην ξενοδοχείου ACROPOLE PALACE, Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης στην Πλάκα, Μεγάρου Τσίλλερ - Λοβέρδου ως παραρτήματος του Χριστιανικού και Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών κλπ) που εντάχθηκαν στο ΕΣΠΑ 2007-2014 με προϋπολογισμό 100 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, και βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.

Το 2011 αποχώρησε με εφεδρεία από το ΥΠΠΟ με τον τίτλο του Επίτιμου Διευθυντή Αναστήλωσης.

Από το 2012 μέχρι σήμερα είναι Πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Ιδιοκτητών Διατηρητέων Κτηρίων και Μνημείων και ασχολείται με μελέτες αναστήλωσης κοσμικών και εκκλησιαστικών μνημείων (Ι. Μονή Προφήτη Ηλία Ερυθρών, Ι. Μονή Κατακεκρυμμένης Άργους, Ι. Ναός Αγ. Κωνσταντίνου Άργους, Ι. Ναός Αγ. Δημητρίου Κοντοπουλίου Λήμνου, Ι. Μονή Αγ. Ιωάννου Θεολόγου Πάρου, Ι. Ναός Προφήτη Ηλία Άνω Πόλης Θεσσαλονίκης κλπ).

ArgolidaPortal.gr Παρουσίαση μελέτης για τον ιερό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Άργους