Τα παιδιά στο χωριό το καλοκαίρι

Time to read
less than
1 minute
Read so far

Τα παιδιά στο χωριό το καλοκαίρι

Αύγουστος 01, 2023 - 22:00

Όλους τους παιδικούς μου φίλους τους γνώρισα στο χωριό (εκτός από σένα, Ελένη). Θυμάμαι για κάθε έναν και για κάθε μία την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε. Από εκείνη την πρώτη φορά, ήμασταν αχώριστοι. 

Τα παιδιά αγαπούν εύκολα, θα πει κάποιος. 

Όχι. 

Τα παιδιά αγαπούν -τελεία.

Οι χειμώνες περνούσαν με καθημερινή σχεδόν αλληλογραφία και με τηλεφωνήματα ώσπου να έρθει το καλοκαίρι που θα βρισκόμασταν και πάλι όλοι μαζί.

Παίρναμε το λεωφορείο με την αδερφή μου από Τρίπολη για Άστρος δυο μέρες πριν από τη γιορτή της Αγίας Άννας, στα τέλη Ιουλίου. Τότε ήταν ολόκληρο ταξίδι κι εμείς ανυπόμονες. Είχαν προηγηθεί γράμματα, ατελείωτες ώρες στο τηλέφωνο, να σχεδιάζουμε εγώ και η αδερφή μου από τη μια και όλοι μας οι φίλοι από την άλλη, τι θα κάναμε στο χωριό τις μέρες που θα βρισκόμασταν όλοι μαζί.

Ήταν απαραίτητο να είμαστε όλοι εκεί, όλοι μαζί, έστω και για δύο μέρες.

Από το Άστρος αλλάζαμε λεωφορείο για τον Πλάτανο. Τον Πλάτανο με τις κερασιές, με τα πανύψηλα πλατάνια, τους καταρράκτες και τα αηδόνια. Με το που έφτανε το λεωφορείο στο αγνάντι, ξέραμε ότι οι φίλοι θα συγκεντρώνονταν στην πίσω Αγιάννα, έναν χώρο πίσω από την εκκλησία του χωριού, και θα μας περίμεναν. Είχαμε, βέβαια, δρόμο ακόμα. Διότι το λεωφορείο, εκείνα τα χρόνια, μας άφηνε έξω από το χωριό, στη διχάλα, που ο δρόμος χωρίζεται για Καστάνιτσα, και από όπου ερχόταν ο Τζακάς να μας παραλάβει με το μικρό φορτηγό με την καρότσα. 

Δεν μπορώ να περιγράψω την ανυπομονησία μας όταν αργούσε ο Τζακάς κι εμείς ξέραμε ότι μας περίμεναν οι φίλοι μας. 

Την περιέγραφε, όμως, η μάνα μου. 

«Λυσσάξατε πια!»

Στις Χαρές, τον καταρράκτη στη είσοδο του χωριού, αγκαλιές και φιλιά. Πού μυαλό να πάμε τα πράγματα σπίτι, να βάλουμε τα φαγώσιμα στο ψυγείο, να φιλήσουμε τον παππού, τον θείο, τη θεία ή να κρεμάσουμε τα καλά μας ρούχα για την εκκλησία...

Μέσα στο μεσημέρι, πηγαίναμε με την παρεούλα μας κάπου που να μην μας ακούνε. Μυστικά δεν είχαμε μεταξύ μας -αλλά είχαμε από το χωριό. Στην πίσω Αγιάννα παραμόνευαν οι «χουρχούρες» (οι θείες του χωριού που άλλη δουλειά δεν έκαναν από το να κουτσομπολεύουν), στην πλατεία ούτε λόγος. Το καλύτερο μέρος, ήταν ο «πύργος», ένα παμπάλαιο κτίσμα, πύργος σωστός, που ο θείος μας Γιάννης Κούκλης, επονομαζόμενος και Τρικολόρε, είχε αγοράσει και είχε διακοσμήσει με αντίκες, παλιά έπιπλα και πολλά, πολλά λουλούδια. Το ραδιόφωνο έπαιζε νύχτα - μέρα ακόμα κι αν ο θείος έλειπε στην Αθήνα, κι εμείς, σε αντάλλαγμα για τη φιλοξενία, έπρεπε να ποτίζουμε τα φυτά. 

Μάλιστα, θέλοντας να πραγματώσει μια πολύ γνωστή παροιμία, είχε φτιάξει μια τουαλέτα όλο τζάμι, χωρίς τοίχους, στο πιο ψηλό σημείο του πύργου.

Αν έκανες το λάθος και τη χρησιμοποιούσες, από την πλαγιά του βουνού απέναντι θα άκουγες το «όα!» του Μηνά, που πήγαινε να βοσκήσει τα κατσίκια.

Εκεί καταστρώναμε τα σχέδια. Μην φανταστείτε τίποτα τρομερό. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 1986, μετά την έκρηξη στο εργοστάσιο πυρηνικής ενέργειας στο Τσερνόμπιλ, οι γονείς μας, κατατρομοκρατημένοι, έπλεναν τόσο πολύ τα φρούτα που μας έδιναν που σχεδόν δεν είχαν φλούδα πάνω τους. Εμείς, λοιπόν, αποφασίσαμε να δούμε τι σόι είναι πια αυτή η ραδιενέργεια.

Πήγαμε, μαζέψαμε φρούτα και, με πολύ σοβαρό ύφος, όλοι μαζί, τα φάγαμε χωρίς να τα πλύνουμε. Ύστερα ξαπλώσαμε και περιμέναμε.

Απογοητευτήκαμε όταν διαπιστώσαμε ότι δεν είχαμε πρασινίσει, τελικά, από τη ραδιενέργεια.

Πηγαίναμε το βράδυ για καβούρια στο ποτάμι, ή για να δούμε τις πυγολαμπίδες στη δημοσιά.

Αργότερα, όταν μεγαλώσαμε λιγάκι, πηγαίναμε να μαζέψουμε βατόμουρα για να φτιάξουμε τούρτα για το πάρτι μας, τα οποία φυσικά ποτέ δεν έφτασαν στην κουζίνα της θείας Σταθούλας, αφού τα τρώγαμε στον δρόμο της επιστροφής. Ποτέ δεν κατορθώσαμε να φτιάξουμε τούρτα. 

Παίρναμε, όμως, κρασάκι από τον Ταμπάκη.

Οι καλύτερες φάσεις, όμως, γίνονταν όταν όλοι ήταν παραμονή της Αγίας Άννας στο πανηγύρι. Τότε, κανείς δεν είχε τον νου του σε εμάς. Πηγαίναμε σε όποιο σπίτι ήταν έρημο και στήναμε το δικό μας γλέντι -ή σπάγαμε με σφεντόνα τις λάμπες στο δημόσιο δρόμο.

Ανεβαίναμε στο σπίτι του Γιώργου Λάτση τα μεσημέρια. Μια τεράστια βιβλιοθήκη, μια υπέροχη δισκοθήκη. Καθόμασταν εκεί με τις ώρες, συζητούσαμε, διαβάζαμε, ακούγαμε από τζαζ ως μελοποιημένη ποίηση και γράφαμε. Κάναμε γιορτή λουλουδιών, με λουλούδια μαζεμένα από τις αυλές των σπιτιών. Αυτοσχέδιο κουκλοθέατρο. Καντάδες με τη «χορωδία Πλατάνου».

Κοιμόμασταν στις ταράτσες στρωματσάδα ξημερώματα.

Καλοκαίρι του 2023. Μια παρέα παιδιών παίζει στις Χαρές. Έρχεται ένα αυτοκίνητο, ανοίγει η πόρτα και από μέσα πετάγεται ένας δεκάχρονος που δεν μιλάει γρι ελληνικά, τρίτης γενιάς ομογενής από την Αυστραλία. Τρέχει αμέσως στην παρέα των παιδιών. Εκείνα χαμογελούν, χοροπηδούν από τη χαρά τους, τον κάνουν αμέσως μέλος της ομάδας, τρέχουν και παίζουν όλα μαζί ξέγνοιαστα, χαρούμενα, ευτυχισμένα, αγαπημένα.

«Κάποτε εσύ και οι φίλοι σου μαζευτήκατε να παίξετε για τελευταία φορά. Και κανείς σας δεν το ήξερε.»

Δεν το ήξερα. Και δεν θυμάμαι.

Αλλά θα ήμασταν στο χωριό και θα ήταν καλοκαίρι.

 

Γαλανιάδη Εύα